- μονογραφή
- η инициалы, сокращённая подпись; вензель, параф
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονογραφή — η υπογραφή με τα αρχικά γράμματα του ονοματεπώνυμου του ατόμου που υπογράφει: Ο ζωγράφος έβαζε τη μονογραφή του στους πίνακες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονογραφή — η συντετμημένη υπογραφή η οποία αποτελείται από τα αρχικά μόνο στοιχεία τού ονοματεπωνύμου εκείνου ο οποίος υπογράφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
μονογραφώ — μονογράφησα, μονογραφήθηκα, μονογραφημένος, βάζω τη μονογραφή μου, υπογράφω με τη μονογραφή μου: Μονογραφήθηκαν τα έγγραφα από τον πρόεδρο του ιδρύματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονογραφώ — και μονογράφω υπογράφω με τη μονογραφή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… … Dictionary of Greek
τζίφρα — και τσίφρα, η, Ν υπογραφή, μονογραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. cifra < αραβ. cifr «μηδέν»] … Dictionary of Greek
αμονογράφητος — η, ο αυτός που δεν έχει τη μονογραφή του αρμόδιου υπαλλήλου ή εκείνων που κάνουν κάποια συμφωνία: Η σύμβαση έχει ετοιμαστεί, είναι όμως ακόμη αμονογράφητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζίφρα — η (λ. λατ.), υπογραφή, μονογραφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)